πτίλωσις — a disease of the eyelids fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πτιλῶ] 1. το να έχει ένα πτηνό πτίλα, πούπουλα 2. νόσημα τών βλεφάρων με φλεγμονή στα άκρα τους και πτώση τών βλεφαρίδων … Dictionary of Greek
πτιλώσεις — πτίλωσις a disease of the eyelids fem nom/voc pl (attic epic) πτίλωσις a disease of the eyelids fem nom/acc pl (attic) πτιλόω furnish with feathers aor subj act 2nd sg (epic) πτιλόω furnish with feathers fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλωσιν — πτίλωσις a disease of the eyelids fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτίλος — και πτιλός και πτίλλος, ό, Α αυτός που πάσχει από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός τού πτίλωσις. Ο τ. πτίλλος με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ ] … Dictionary of Greek
πτιλώσσω — Α πάσχω από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. ώσσω, που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδι ώσσω, λαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
πτιλώσεων — πτιλώσεω̆ν , πτίλωσις a disease of the eyelids fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτιλώσεως — πτιλώσεω̆ς , πτίλωσις a disease of the eyelids fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)